- διαδότης
- δια-δότης, ου, ὁ, an official,A distributor of provisions to the soldiers,
οἴνου PRein.56.9
(iv A. D.), PLond.3.1245.3 (iv A. D.), BGU 1025 xvi 15 (iv/v A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οἴνου PRein.56.9
(iv A. D.), PLond.3.1245.3 (iv A. D.), BGU 1025 xvi 15 (iv/v A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαδότης — ο (Α διαδότης) νεοελλ. ο διαδοσίας αρχ. υπάλληλος επιφορτισμένος να διανέμει στους στρατιώτες είδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διαδίδω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. μαρτυρείται από το 1894 στον Σπ. Μαυρογένη στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
давьць — ДАВЬЦ|Ь (17), А с. Дарователь, дающий: тиха бо давьцѩ любить б҃ъ. Изб 1076, 219; диѡнисъ же б҃ъ именовашесѩ въ елинехъ. ѹчитель пь˫аньствɤ и винѹ давець. КР 1284, 156г; Прмдр(с)ти наставниче и смыслу давче. несмыслены(м) казателю. и нищи(м)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
διαδότω — διαδίδωμι pass on aor imperat act 3rd sg διαδότης distributor masc gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)